φούσκισμα

φούσκισμα
το, Ν [φουσκίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουσκίζω, η λίπανση τού εδάφους με φουσκί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φούσκισμα — το, ατος λίπανση της γης με φουσκί (βλ. λ.), με κοπρόχωμα, κόπρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”